- πλήθουσα
- η :
πλήθουσα σελήνη — полнолуние
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πλήθουσα σελήνη — полнолуние
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πλήθουσα — πλήθω to be full pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πληθούσας — πληθούσᾱς , πλήθω to be full pres part act fem acc pl (attic epic doric ionic) πληθούσᾱς , πλήθω to be full pres part act fem gen sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλήθουσ' — πλήθουσα , πλήθω to be full pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) πλήθουσι , πλήθω to be full pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) πλήθουσι , πλήθω to be full pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλήθω — και δωρ. τ. πλάθω Α 1. είμαι γεμάτος («θάλασσα ναυαγίων πλήθουσα καὶ φόνου», Αισχύλ.) 2. πολλαπλασιάζω, πληθύνω («πλήθει δ αὖτε κύπελλα βοῶν γλάγος», Κόιντ.) 3. διέρχομαι, συμπληρώνω πλήρη περίοδο 4. φρ. α) «ἀγορὰ πλήθουσα» ο χρόνος τής ημέρας,… … Dictionary of Greek
АГОРА — • Άγορά, первоначально собрание народа, особенно в героические времена (ср. Έκκλησία, Экклесия); затем то место, площадь, где происходили эти собрания; она служила также и рынком и находилась в приморских городах обыкновенно близ моря … Реальный словарь классических древностей
αγορά — I Η λέξη προέρχεται από το ρήμα αγείρω (συναθροίζω) και αρχικά σήμαινε τη συνάθροιση, αργότερα τον τόπο όπου συναθροίζονταν οι πολίτες του αρχαίου ελληνικού άστεως για να πληροφορηθούν ή να συζητήσουν τα δημόσια πράγματα και τις ιδιωτικές τους… … Dictionary of Greek
σελήνη — (Αστρον.). Ο μοναδικός φυσικός δορυφόρος της Γης. Τα γενικά γνωρίσματα του ήταν γνωστά από την αρχαιότητα στους αστρονόμους, τα γεωλογικά όμως και φυσικά χαρακτηριστικά του μόλις τώρα αρχίζουν να αποκαλύπτονται με τα στοιχεία που πρόσφεραν οι… … Dictionary of Greek